... "προλετάριοι" αρχιτέκτονες όλου του κόσμου διαλυθείτε στη αναζήτηση της χαμένης αρχιτεκτονικής.. Άρης Κωνσταντινίδης, 1990

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2007

βουτιά στο Θερμαϊκό

βίντεο εγώ, μοντάζ φώτης, επιλογή μουσικής σπύρος

5 σχόλια:

De Construct είπε...

Teleio to videaki -an kai to'xw 3anadei-...alla................
POTE den 3ekiname me to egw....
dhl:montaz o ets, musikh o ets,
video EGW.ok? (TAO TE TZIG-LAOU
TZE par.13 kef.4)Laou laou ...

έφη είπε...

merci,merci
επιλογή μουσικής ο σπύρος (το σι ντί δηλαδή, το κομμάτι εγώ το διάλεξα)κλπ
καλύτερα;

delta-kapa είπε...

Αύριο πετάω για Θεσσαλονίκη. Επίσκεψη στη Μπουγατσαδούπολη για ένα σύντομο Σαββατοκύριακο. Λείπω 10 χρόνια τώρα αλλά κάθε τόσο ξαναγυρνάω. Κάθε φορά ξαναζώ το ίδιο περιστατικό όπως το ζούσα όταν ήμουν και μόνιμος κάτοικος της πόλης:

σταματάω το περπάτημα και στέκομαι στο πεζοδρόμιο στο κέντρο. Συνήθως στη πλατεία Ναυαρίνου ή στην οδό Αγγελάκη ή στην Αριστοτέλους ή στην Εγνατία … σε μια γωνιά του κέντρου τέλος πάντων, που παρόλο που πέρασαν τόσα χρόνια εξακολουθώ να έχω την αίσθηση ότι την γνωρίζω σαν όπως να ψαχουλεύω με τα δάχτυλά μου τις τσέπες μου. Στέκομαι λοιπόν και αναρωτιέμαι ποιόν να ειδοποιήσω ποιόν από τους παλιούς φίλους, συναδέλφους και γνωστούς αρμόζει, μου επιτρέπεται ή έχω όρεξη να τηλεφωνήσω και να βολιδοσκοπήσω την διάθεσή του για μια συνάντηση. Πολύ δύσκολο πράγμα αυτές οι στιγμές σας λέω. Όταν καταφέρνω μετά από διάφορους κοινωνικο-ψυχολογικο-πολιτικούς ισολογισμούς να διαλέξω ένα όνομα, διευθετείται η συνέχεια με επιφανειακή τελετουργική φυσικότητα. «Έλα ρε, πότε ήρθες; Που είσαι τώρα; Καλά κοίταξε εγώ θα είμαι μέχρι τις δύο εδώ και μετά…» Άλλες φορές δεν απαντά κανείς στις κλήσεις μου και νιώθω εν μέρει ξαλαφρωμένος. Πολλές φορές καταλήγω να μην μπορώ να τηλεφωνήσω κανέναν. Τότε, καμιά φορά, για να δικαιολογήσω στους συνοδοιπόρους Θεσσαλονικιούς του πεζοδρομίου την ξαφνική μου στάση, χρειάζεται να προσποιηθώ με τη γλώσσα τον νοημάτων του σώματος και των κινήσεων ότι και καλά θυμήθηκα κάτι και ίσως μάλιστα να χρειαστεί να αλλάξω και την κατεύθυνση και να στρίψω… Βλέπεις πολλές φορές, ειδικά στο στενό πεζοδρόμιο της Εγνατίας, ανάμεσα στα υπόστεγα των στάσεων του ΟΑΣΘ, τα περίπτερα και τις τρύπες για τα θλιβερά δεντράκια που απορείς με τι αναπηρίες επιβιώνουν τα κορμάκια τους, δεν έχει και πολύ χώρο για τους πεζούς και δεν είναι καθόλου απίθανο το ξαφνικό μου φρενάρισμα να διαταράξει την κεκτημένη αδράνεια της κίνησης των άλλων γύρω μου. Τουλάχιστον να τους προσφέρω ένα κώδικα με τον οποίο να μπορούν να υπολογίσουν κι αυτοί.
Γιατί αν τον αφήσω στην αλήθεια του τον κώδικα της νοηματικής του πεζοδρομίου, θα βγει στην επιφάνεια κάτι που πάει μακριά και δεν είναι ώρα ούτε να ταλαιπωρώ ούτε να δείχνω δημόσια αδυναμία φυσικά:
Ξένος, αισθάνομαι ξένος, αυτό κρύβεται πίσω από το υποκριτικό: «α ξέχασα, η εφορία Νεαπόλεως είναι πριν ή μετά την Κολόμβου;» Και τη ώρα που κρύβομαι πέφτει το μάτι μου στην μισοσχισμένες αφίσες που παίρνουν φωνή και μου ξαναλέν: «νομίζεις ότι είσαι ο μόνος που μας βλέπει;»

Αυτό συνέβαινε τότε, εννοώ από τα 14 μου χρόνια που άρχισα να κατεβαίνω στο κέντρο κι εξακολουθεί να επαναλαμβάνεται μέχρι τώρα που έγινα 40 κι έρχομαι μόνο για μερικές μέρες πια. Δεν έχει δηλαδή να κάνει με το γεγονός ότι λείπω, έτσι ήταν και πριν φύγω.

Το παραπάνω σχόλιο μόλις το έστειλα σε μια άλλη κουβέντα περί “Μπουγατσαδούπολης”που γίνεται στο δίκτυο αλλά ταιριάζει δια της αντιστροφής και με την ευθυμία που προσπαθεί να μας χαρίσει η Ευθυμία.
Άλλωστε νομίζω ότι την νοηματική του πεζοδρομίου δεν είμαι ο μόνος που την χρειάζεται σ΄ αυτή την πόλη, έτσι δεν είναι ευθυμία;

έφη είπε...

Αυτό που κάνει επιθυμιτή (ή ανεκτή;) τη διαμονή σε μία πόλη σαν αυτή -για μένα- είναι το νερό. Έχει νερό: θάλασσα, ποταμάκια, λιμνούλες από πίσω*, ομίχλη, βροχές, μεγάλα ποτάμια, ξέρω βρωμόνερα, και καραμαλάκες (έχει και καλούς που συνήθως είναι ήσυχοι τύποι). Το νερό σαν τοπίο δεν έχει αλλάξει τραγικά, εννοώ δε μπαζώθηκε πολύ (να μην το αναλύσω τα ξέρεις). Έχει κάτι σημεία λίγο μετά το μακεδονία παλλάς με φυσική παραλία θεσσαλονίκης! (μπροστά σ΄ένα "μπουγατσαδομάγαζο" που λέει και ο Πάνος στην καλύβα, απ΄αυτά που έχει και στο Ηράκλειο και στα Γιάννενα, και στον Πειραιά -όχι, στο εξωτερικό μόνο καλά μαγαζιά έχει).
Η φυσική παραλία Θεσσαλονίκης λοιπόν έχει ένα ωραίο πολύχρωμο στρογγυλεμένο βοτσαλάκι, προς το σκούρο, το΄ξερες; Δε νομίζω να είναι φερτό, οι τύποι του μαγαζιού βαριόντουσαν να μαζέψουν και τα σκουπίδια που είναι μπροστά τους.
Να πιάσουμε τα ποταμάκια; όοοοοχι ακόμα, σε δέκα χρόνια που θα ψοφήσει εντελώς και ο Θερμαϊκός, και βλέπουμε.
*Πήγα προχθές σε μία ενημέρωση των οικολόγων για τη λίμνη. Την τύφλα μας. Δύο με τρεις χιλιάδες γεωτρήσεις και σαράντα βιομηχανίες - βιοτεχνίες από το ΄70 και μετά. Κύριε νομάρχη κανείς δε θα θέλει να επενδύσει στο όνειρό σας για τη θεσσαλονίκη αν βρωμάει, θέλει μυαλό; Συγνώμη παρασύρομαι αγαπητέ.
Δε προσπαθώ να χαρίσω ευθυμία. Για το νερό λέω. Άς αναπλακώνει ο δήμος τα πεζοδρόμια, και ας κάνει μνημόσυνα η νομαρχία στο μεγαλέξανδρο. Με το νερό θα κάνουμε τίποτα;
να διαβάσεις το Θεσσαλονίκη πόλη των φαντασμάτων, έχει μια ωραία περιγραφή στις πρώτες σελίδες κάποιου ξένου που έρχεται στην πόλη
Παρασκευή αργά μάλλον θα είμαστε μυροβόλο πολίχνη. Ξέρεις να πετάς είπες;

delta-kapa είπε...

Πολλά μπορούν να γλυκάνουν τη διαμονή σε μία πόλη σαν αυτή. Ίσως λίγο το νερό, λίγο το φως, λίγο ο ουρανός, τα πρώτα φώτα του απογεύματος στην πόλη, οι ζεστές νύχτες που μετατρέπουν τους δρόμους σε διαδρόμους δωματίων, οι άνθρωποι που αγαπάμε...
Το μυστικό είναι να μπορεί κανείς να αποφεύγει τα παραμύθια της μεταπολεμικής και τώρα της μεταψυχροπολεμικής «ανάπτυξης» και να εξακολουθεί να έχει ανοιχτό το βλέμμα του στην ομορφιά. Αυτό μου λέει το σύντομο video που μας δείχνεις εδώ.

Ξέρεις να πετάς είπες;

Tό ‘πα έ; (Εννοείς φυσικά να πετάω πράγματα για να ελευθερωθώ) Ή πάλι το πήγα μακριά; Αν εννοείς πάντως αυτό, εννοούσα τα πράγματα που είναι γύρω μου, όχι μέσα μου. Αλλά σαν ιδέα παρόλη τη δυσκολία, έχει ενδιαφέρον. (Ακόμα κι αν παρ’ εμπίπτοντος δεν το εννοούσες υπ’ αυτή την έννοια).

Φτάνουμε πολύ αργά (23:00). Η Μυροβόλος θά ‘χει και πολύ κάπνα από τσιγάρα και βαβούρα κι ίσως να μην είναι το πιο κατάλληλο μέρος για την πρώτη εντύπωση από Θεσσαλονίκη, καί για την Helen καί για τον junior… Αλλά την επόμενη μέρα, Σάββατο στο κέντρο μετά από την καθιερωμένη βόλτα και μετά από τις λίγες βαριές στιγμές της αποξένωσης πάνω στις πλάκες του πεζοδρομίου, με το πρόσχαρο φως που κι αυτό όπως το νερό «δε μπαζώθηκε πολύ» ίσως στου κρητικού που μαγειρεύει και νόστιμα κι αν κάνεις δυο βήματα προς τα κάτω μπορείς να δεις τον Θερμαϊκό και να σταθείς και μπρος τον Πύργο τον Λευκό ακόμα κι αν δεν ξεψυχήσω όπως θα τό ‘θέλε η νοσταλγία και η υπερβολή του λαϊκού τραγουδιού.